- Ἤλη
- Ἦλιςfem nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤλη — ἀλέω grind imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐλαύνω drive imperf ind act 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτηλος — ήλη, ον και πέταλος, άλη, ον, Α 1. εκτεταμένος, απλωμένος 2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ τού πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα λος (πρβλ. έκ η λος, κίβδ η λος)] … Dictionary of Greek
ξυήλη — και δωρ. τ. ξυάλη, ἡ (Α) 1. είδος μαχαιριού με κυρτό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία τών ξύλων με ξέση, ξύστρα 2. μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος τών Λακώνων, που τό κρεμούσαν από τη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύω + κατάλ. ήλη… … Dictionary of Greek
συήλη — ἡ, Α (μόνο στον πληθ.) αἱ συῆλαι (κατά τον Ησύχ.) «τόποι βορβορώδεις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς με επίθημα ηλη (πρβλ. θυ ηλή)] … Dictionary of Greek
τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… … Dictionary of Greek
Nelly (prenom) — Nelly (prénom) Nelly est un prénom féminin, d origine celtique ou germanique[réf. nécessaire], dérivé de Hélène, du grec Ἥλη / Hếlê signifiant « éclat du soleil »[1] Les Nelly sont fêtées le 18 août ou le 26 octobre … Wikipédia en Français
Nelly (prénom) — Pour les articles homonymes, voir Nelly. Nelly est un prénom féminin, d origine celtique ou germanique[réf. nécessaire], dérivé de Hélène, du grec Ἥλη / Hếlê signifiant « éclat du soleil »[1 … Wikipédia en Français
θυηλή — θυηλή, ἡ (Α) 1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί το καιόμενο μέρος τού θύματος («ὁ δ ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων 3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα… … Dictionary of Greek
προπέτηλον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεποίηται ἀπὸ τοῡ προπίπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + πέτηλος, ήλη, ον «εκτεταμένος, απλωμένος»] … Dictionary of Greek